- εξηλώνω
- και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, -όω)μσν.- νεοελλ.(για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς»)νεοελλ.μτφ.1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά2. φθείρω, χαλώ3. μέσ. ξηλώνομαιμού αποσπούν χρήματααρχ.1. ξεκαρφώνω («τὰς θύρας ἐξηλώσαντες»)2. διαλύω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν3. σκοτώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ήλος «καρφί»].
Dictionary of Greek. 2013.